εμβολιασμός

εμβολιασμός
[эмволиазмос] ουσ. а. прививание, прививка,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "εμβολιασμός" в других словарях:

  • εμβολιασμός — Διαδικασία ενοφθαλμισμού λοιμώδους νόσου στον οργανισμό, μέσω εισαγωγής εμβολίων στο σώμα, με σκοπό να ανοσοποιηθεί ενεργητικά, δηλαδή μέσω της παραγωγής αντισωμάτων. Τα εμβόλια χρησιμοποιούνται τόσο για την πρόληψη (προφυλακτικά εμβόλια) όσο και …   Dictionary of Greek

  • εμβολιασμός — ο το μπόλιασμα (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαμαλισμός — Εμβολιασμός με τον ζωντανό ιό της ευλογιάς της αγελάδας, που παρέχει στον ανθρώπινο οργανισμό ανοσία κατά της ασθένειας. * * * ο ο εμβολιασμός με δαμαλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. vaccination < γαλλ. vaccine <… …   Dictionary of Greek

  • ευλογία — Οξεία λοιμώδης και μεταδοτική νόσος με επιδημικό χαρακτήρα και με βαριά γενικά συμπτώματα και δερματικές εκδηλώσεις (φλύκταινες). Παρατηρείται φυλετική προδιάθεση προς τη μαύρη φυλή. Η ε. (γνωστή από τους αρχαιότατους χρόνους στους λαούς της… …   Dictionary of Greek

  • μπόλιασμα — (Βοτ.). Πρακτική φυτοτεχνική μέθοδος, με την οποία γίνεται η μεταμόσχευση ενός ματιού ή τμήματος μικρού κλαδιού από ένα φυτό, του οποίου επιδιώκεται να διατηρηθούν τα χαρακτηριστικά, σ’ ένα άλλο, ιδιαίτερα εύρωστο, που ονομάζεται υποκείμενο. Το μ …   Dictionary of Greek

  • ενοφθαλμισμός — Η εισαγωγή στον οργανισμό κάποιου μικροβιακού παράγοντα, ο οποίος είτε υπάρχει σε κάποιον άρρωστο άνθρωπο και ζώο είτε απομονώνεται εργαστηριακά σε καθαρή καλλιέργεια. Ο ε. είναι δυνατόν να γίνει και στο ίδιο άτομο, όταν η νόσος μεταδοθεί από ένα …   Dictionary of Greek

  • πολιομυελίτιδα — Νόσος λοιμώδης, η οποία οφείλεται σε ιό που προκαλεί φλεγμονή και καταστροφή της φαιάς ουσίας των μπροστινών κεράτων του νωτιαίου μυελού και έχει ως αποτέλεσμα την παράλυση και την ατροφία των εξαρτώμενων μυών. Από τους διάφορους ορολογικούς… …   Dictionary of Greek

  • HPV vaccine — Vaccine description Target disease human papillomavirus Type Protein subunit Clinical data …   Wikipedia

  • ανθοκομία — Η καλλιέργεια φυτών, τα οποία για την ιδιαίτερη ομορφιά κάποιου μέρους τους (άνθος, εντυπωσιακό φύλλωμα κλπ.) χρησιμοποιούνται ως καλλωπιστικά. Η καλλιέργειά τους μπορεί να γίνεται σε μεγάλη κλίμακα και να πάρει μάλιστα καθαρά βιομηχανικό… …   Dictionary of Greek

  • βατσίνα — η 1. η δαμαλίς, το εμβόλιο κατά της ευλογιάς 2. ο δαμαλισμός, ο εμβολιασμός 3. η ουλή που απομένει στο δέρμα από τον δαμαλισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. vaccina < λατ. vaccinus «αγελαδινός» (< λατ. vacca «αγελάδα»)] …   Dictionary of Greek

  • δαπανιασμός — ο τα έμμηνα τών γυναικών. [ΕΤΥΜΟΛ. < δαπάνη, με επίδραση των ουσ. σε ιασμός (πρβλ. αγιασμός, εμβολιασμός, ενθουσιασμός κ.ά.)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»